συνταρακτικός

συνταρακτικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που συνταράσσει («έμαθα συνταρακτικά νέα»).
επίρρ...
συνταρακτικά Ν
με τρόπο που συνταράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταράσσω + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνταρακτικός — ή, ό επίρρ. ά συγκλονιστικός, αυτός που προκαλεί ζωηρή συγκίνηση: Συνέβησαν συνταρακτικά γενονότα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκλονιστικός — ή, ό, Ν αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»). επίρρ... συγκλονιστικά Ν με συγκλονιστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ταρακτικός — ή, ό / ταρακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, ή, ό, Ν [ταράκτης] αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • σπαραξικάρδιος — α, ο επίρρ. α συνταρακτικός, αυτός που προκαλεί οδύνη ψυχική: Βρέθηκε μπροστά σε ένα σπαραξικάρδιο θέαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκλονιστικός — ή, ό επίρρ. ά συνταρακτικός, αυτός που προκαλεί συγκλονισμό: Συνέβηκαν συγκλονιστικά γεγονότα. – Ερμήνεψε με τρόπο συγκλονιστικό τα τραγούδια της αντίστασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”